I. hypothekarisch ΕΠΊΘ
- hypothekarisch Sicherung
-
II. hypothekarisch ΕΠΊΡΡ
- etw hypothekarisch belasten
- hypothéquer qc
- etw hypothekarisch sichern
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- etw hypothekarisch belasten
- hypothéquer qc
- etw hypothekarisch sichern