I. hartnäckig [-nɛkɪç] ΕΠΊΘ
1. hartnäckig:
2. hartnäckig (langwierig):
- hartnäckig Erkältung
-
II. hartnäckig [-nɛkɪç] ΕΠΊΡΡ
- hartnäckig schweigen
-
hartnäckig ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.