I. haarsträubend [ˈhaːɐʃtrɔɪbənt] ΕΠΊΘ
II. haarsträubend [ˈhaːɐʃtrɔɪbənt] ΕΠΊΡΡ
- haarsträubend sich benehmen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.