I. heimtückisch ΕΠΊΘ
1. heimtückisch (tückisch):
2. heimtückisch (gefährlich):
- heimtückisch Krankheit, Erreger
-
II. heimtückisch ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.