Franchise
Franchise → Franchising
Franchising <-s; χωρίς πλ> [ˈfrɛntʃaɪzɪŋ, ˈfræntʃaɪzɪŋ] ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ
Franchise-Geber(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Franchise-Geber(in)
-
Franchise-Gebühr ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
- Franchise-Gebühr
-
Franchise-Makler ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
- Franchise-Makler
-
Franchise-Vertrag ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
- Franchise-Vertrag
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.