Dauernörgler(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Dauernörgler(in)
-
Dauerfeuer ΟΥΣ ουδ ΣΤΡΑΤ
Dauernutzungsrecht ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Dauerauftrag ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Dauerausweis ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.