I. örtlich [ˈœrtlɪç] ΕΠΊΘ a. ΙΑΤΡ, ΜΕΤΕΩΡ
II. örtlich [ˈœrtlɪç] ΕΠΊΡΡ a. ΙΑΤΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.