I. miss·glücktΜΟ, miß·glücktπαλαιότ [mɪsˈglʏkt] ΡΉΜΑ
missglückt μετ παρακειμ: missglücken
II. miss·glücktΜΟ, miß·glücktπαλαιότ [mɪsˈglʏkt] ΕΠΊΘ αμετάβλ
missglückt Versuch:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.