groß·spu·rig ΕΠΊΘ μειωτ
-
- boastful μειωτ
-
- großspurig μειωτ
-
- großspurig μειωτ
-
- großspurig μειωτ
- swanky talk, manner
- großspurig μειωτ
-
- großspurig μειωτ
-
- großspurige Behauptung μειωτ
-
- großspurig μειωτ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.