Selt·sam·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Seltsamkeit kein πλ (seltsame Art):
- Seltsamkeit
-
- Seltsamkeit
-
2. Seltsamkeit (seltsame Erscheinung):
- Seltsamkeit
-
-
- Seltsamkeit θηλ <-, -en>
-
- Seltsamkeit θηλ <-, -en>
-
- Seltsamkeit θηλ <-, -en>
- quaintness of way of speaking
- Seltsamkeit θηλ <-, -en> oft μειωτ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.