στο λεξικό PONS
Leis·tungs·be·ur·tei·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Leistungsbeurteilung (Anerkennung):
- Leistungsbeurteilung
-
2. Leistungsbeurteilung (Revision):
- Leistungsbeurteilung
-
-
- Leistungsbeurteilung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Leistungsbeurteilung ΟΥΣ θηλ CTRL
- Leistungsbeurteilung
-
- Leistungsbeurteilung
-
-
- Leistungsbeurteilung θηλ
-
- Leistungsbeurteilung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.