La·ge·rist(in) <-en, -en> [la:gəˈrɪst] ΟΥΣ αρσ(θηλ) τυπικ
Lagerist → Lagerverwalter
La·ger·ver·wal·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
-
- Lagerist(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
-
- Lagerist(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
-
- Lagerist αρσ <-en, -en>
-
- Lagerist αρσ <-en, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.