Ko·re·fe·rent(in) [ˈko:referɛnt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Koreferent → Korreferent
Kor·re·fe·rent(in) [ˈkɔreferɛnt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Korreferent (weiterer Redner):
-  Korreferent(in)
 -  
 
2. Korreferent (zweiter Gutachter):
-  Korreferent(in)
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.