στο λεξικό PONS
Ko·ope·ra·ti·ons·ver·trag <-(e)s, -träge> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
- Kooperationsvertrag
-
-
- Kooperationsvertrag αρσ <-(e)s, -träge>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kooperationsvertrag ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Kooperationsvertrag
-
-
- Kooperationsvertrag αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.