στο λεξικό PONS
Ko·ope·ra·ti·ons·part·ner(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
- Kooperationspartner(in)
-
-
- Kooperationspartner(in) αρσ (θηλ)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kooperationspartner ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Kooperationspartner
-
-
- Kooperationspartner αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.