στο λεξικό PONS
-
- Kapitalertrag αρσ <-(e)s, -träge>
-
- Kapitalertrag αρσ <-(e)s, -träge>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kapitalertrag ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
- Kapitalertrag
-
-
- Kapitalertrag αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.