Ha·bit <-s, -e> [haˈbi:t] ΟΥΣ ουδ o αρσ
1. Habit (Ordenskleid):
- Habit
- habit
2. Habit τυπικ (Aufzug):
- Habit
- attire no πλ, no αόρ άρθ
- habit ΘΡΗΣΚ
- Habit αρσ o ουδ <-s, -e>
- habit
- Habit ουδ o αρσ <-s, -e>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.