στο λεξικό PONS
Ge·halts·ver·zicht ΟΥΣ αρσ (bei Altersteilzeit etc.)
- Gehaltsverzicht
-
- erzwungener/freiwilliger Gehaltsverzicht
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Gehaltsverzicht αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- erzwungener/freiwilliger Gehaltsverzicht