στο λεξικό PONS
 
 Ef·fi·zi·enz·stei·ge·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
-  Effizienzsteigerung
 -  
 
 
 -  
 -  Effizienzsteigerung θηλ <-, -en>
 
-  
 -  Effizienzsteigerung θηλ <-, -en>
 
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 Effizienzsteigerung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-  Effizienzsteigerung
 -  
 
-  Effizienzsteigerung
 -  
 
 
 -  
 -  Effizienzsteigerung θηλ
 
-  
 -  Effizienzsteigerung θηλ
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- effektvoll
 - Efficient Market Theory
 - Effiliermesser
 - Effilierschere
 - effizient
 - Effizienzsteigerung
 - Effizienzvorteil
 - Effusion
 - Efik
 - EFQM
 - EFR