στο λεξικό PONS
Da·ten·ver·ar·bei·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
-
- automatische Datenverarbeitung
-
- integrierte Datenverarbeitung
-
- elektronische Datenverarbeitung
-
- Datenverarbeitung θηλ <-, -en>
-
- elektronische Datenverarbeitung
-
- Datenverarbeitung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Datenverarbeitung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- elektronische Datenverarbeitung (EDV)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
-
- Elektronische Datenverarbeitung
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- elektronische Datenverarbeitung [o. EDV]
- elektronische Datenverarbeitung [o. EDV]