Con·fi·se·rie <-, -n> [kɔnfizəˈri:] ΟΥΣ θηλ CH
Confiserie (Konditorei) → Konfiserie
Kon·fi·se·rie <-, -n> [kɔnfizəˈri:] ΟΥΣ θηλ CH
1. Konfiserie (Konditorei):
2. Konfiserie (Konfekt):
-
- confectionery no πλ
- fancies pl
- Confiserie <-, -ri̱·en> pl CH
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.