στο λεξικό PONS
-
- Bundesmittel pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bundesmittel ΟΥΣ πλ ΚΡΆΤΟς
- Bundesmittel
-
-
- Bundesmittel πλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Bundesministerium für Arbeit und Soziales BMAS
- Bundesministerium für Bildung und Forschung BMBF
- Bundesministerium für Ernährung Landwirtschaft und Verbraucherschutz BMELV
- Bundesministerium für Familie Senioren Frauen und Jugend BMFSFJ
- Bundesministerium für Gesundheit BMG
- Bundesmittel
- Bundesnachrichtendienst
- Bundesnaturschutzgesetz
- Bundesnotarordnung
- Bundesoberbehörde
- Bundesobligation