στο λεξικό PONS
I. be·zie·hen* ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
1. beziehen (mit Bezug versehen):
4. beziehen bes. ΣΤΡΑΤ (einnehmen):
5. beziehen ΟΙΚΟΝ (sich beschaffen):
8. beziehen οικ (bekommen):
II. be·zie·hen* ανώμ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
I. be·zie·hen* ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
1. beziehen (mit Bezug versehen):
4. beziehen bes. ΣΤΡΑΤ (einnehmen):
5. beziehen ΟΙΚΟΝ (sich beschaffen):
8. beziehen οικ (bekommen):
II. be·zie·hen* ανώμ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.