στο λεξικό PONS
Be·rech·tig·te(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
be·rech·tigt [bəˈrɛçtɪçt] ΕΠΊΘ
I. be·rech·ti·gen* [bəˈrɛçtɪgn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
1. berechtigen (bevollmächtigen):
be·rech·tigt [bəˈrɛçtɪçt] ΕΠΊΘ
I. be·rech·ti·gen* [bəˈrɛçtɪgn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
1. berechtigen (bevollmächtigen):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.