Al·chi·mist(in) <-en, -en> ΟΥΣ αρσ(θηλ), Al·che·mist (in) <-en, -en> ΟΥΣ αρσ(θηλ) bes. A
- Alchimist(in)
- alchemist
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.