ultra <ultras> [yltʀa] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. ultra:
- ultra (extrémiste de droite)
-
- ultra (extrémiste de gauche)
-
2. ultra ΙΣΤΟΡΊΑ:
- ultra (ultraroyaliste)
-
I. ultraviolent(e)NO, ultra-violent(e)OT ΕΠΊΘ
II. ultraviolent(e)NO, ultra-violent(e)OT ΟΥΣ αρσ(θηλ)
-
- Ultra αρσ
ultraportableNO [yltʀapɔʀtabl], ultra-portableOT ΟΥΣ αρσ Η/Υ
ultraléger(-ère)NO [yltʀaleʒe, -ɛʀ], ultra-léger(-ère)OT ΕΠΊΘ
1. ultraléger(-ère) (↔ lourd):
2. ultraléger(-ère) (↔ fort, concentré):
nec plus ultra [nɛkplysyltʀa] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ
-
- Nonplusultra ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.