tyrannique [tiʀanik] ΕΠΊΘ
1. tyrannique ΙΣΤΟΡΊΑ:
- tyrannique pouvoir
-
- régime tyrannique
- Gewaltherrschaft θηλ
2. tyrannique (autoritaire):
- tyrannique
-
- tyrannique
-
- tyrannique mode
-
- tyrannique opinion, point de vue
-
- tyrannique passion
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- régime tyrannique
- Gewaltherrschaft θηλ
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- typique
- typiquement
- typo
- typographe
- typographie
- tyrannique
- tyranniser
- Tyrol
- tyrolien
- tyrolienne
- tzar