I. textile [tɛkstil] ΕΠΊΘ
1. textile:
2. textile (qui concerne la fabrication):
- produit textile
- Textilerzeugnis ουδ
II. textile [tɛkstil] ΟΥΣ αρσ
1. textile:
2. textile (industrie):
-
- Textilindustrie θηλ
-
- Textilbranche θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.