I. stagiaire [staʒjɛʀ] ΕΠΊΘ
- professeur stagiaire
-
II. stagiaire [staʒjɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. stagiaire (en entreprise):
- stagiaire
-
2. stagiaire (en rédaction):
- stagiaire
-
3. stagiaire (dans un séminaire):
- stagiaire
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.