I. soignant(e) [swaɲɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
II. soignant(e) [swaɲɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- soignant(e)
-
- soignant(e)
- Pflegekraft θηλ
saignant(e) [sɛɲɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
3. saignant (douloureux):
poignant(e) [pwaɲɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
aide-soignant(e) <aides-soignants> [ɛdswaɲɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.