rassemblement [ʀasɑ͂bləmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. rassemblement:
- rassemblement de documents, d'objets épars
- Zusammentragen ουδ
2. rassemblement (regroupement):
- rassemblement
- Treffen ουδ
- rassemblement ΠΟΛΙΤ
- Zusammenschluss αρσ
- rassemblement ΣΤΡΑΤ
- Sammeln ουδ
- rassemblement!
-
- rassemblement!
-
rassemblement ΟΥΣ
-
- Appell αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- rassemblement!
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- rasé
- rase-motte
- rase-mottes
- raser
- raseur
- rassemblement
- rassembler
- rassembleur
- rasseoir
- rasséréner
- rassir