raffermissement [ʀafɛʀmismɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. raffermissement (durcissement):
- raffermissement de la peau, des tissus
- Straffung θηλ
- raffermissement des muscles
- Kräftigung θηλ
- raffermissement des muscles
- Stärkung θηλ
- raffermissement du sol
- Härterwerden ουδ
2. raffermissement (consolidation):
- raffermissement
- Stärkung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- radotage
- radoter
- radoteur
- radoub
- radouber
- raffermissement
- raffinage
- raffiné
- raffinement
- raffiner
- raffinerie