réchauffement [ʀeʃofmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. réchauffement:
- réchauffement
- Erwärmung θηλ
- réchauffement
- Wärmeentwicklung θηλ
- annoncer un réchauffement des températures
-
- réchauffement climatique
- Klimaerwärmung θηλ
- réchauffement excessif
- Hitzeentwicklung θηλ
- réchauffement global [ou planétaire]
- Erderwärmung θηλ
2. réchauffement μτφ:
- réchauffement des relations, d'une amitié
- Besserung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- réchauffement climatique
- Klimaerwärmung θηλ
- réchauffement excessif
- Hitzeentwicklung θηλ
- réchauffement global [ou planétaire]
- Erderwärmung θηλ
- annoncer un réchauffement des températures
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- rechapage
- rechaper
- réchapper
- recharge
- rechargeable
- réchauffement
- réchauffer
- rechausser
- rêche
- recherche
- recherché