I. protestant(e) [pʀɔtɛstɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
II. protestant(e) [pʀɔtɛstɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.