précieuse [pʀesjøz] ΟΥΣ θηλ ΙΣΤΟΡΊΑ, ΛΟΓΟΤ
précieux (-euse) [pʀesjø, -jøz] ΕΠΊΘ
1. précieux:
semi-précieux (-euse) <semi-précieux> [səmipʀesjø, -jøz] ΕΠΊΘ
-
- Halbedelstein αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.