performant(e) [pɛʀfɔʀmɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
- performant(e) appareil, technique
-
- performant(e) entreprise, industrie, produit
-
- performant(e) cadre, manager
-
- performant(e) cadre, manager
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.