I. païen(ne) [pajɛ͂, jɛn] ΕΠΊΘ
1. païen:
- païen(ne)
-
2. païen τυπικ (impie):
- païen(ne)
-
- païen(ne) vie
-
- païen(ne) vie
-
- païen(ne) bonheur
-
- païen(ne) bonheur
-
- païen(ne) bonheur
-
II. païen(ne) [pajɛ͂, jɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
2. païen τυπικ (impie):
- païen(ne)
-
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.