oscillation [ɔsilasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
1. oscillation:
-  oscillation
-  Schwankung θηλ
-  oscillation d'un navire
-  
-  oscillation de la température, tension artérielle, des cours
-  
2. oscillation:
-  oscillation ΗΛΕΚ
-  Schwingung θηλ
-  oscillation ΗΛΕΚ
-  
-  oscillation ΦΥΣ
-  Schwingen ουδ
-  oscillation ΦΥΣ
-  
-  oscillation ΦΥΣ
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ortolan
- orvet
- oryx
- or²
- os
- oscillation
- oscillatoire
- osciller
- oscillogramme
- oscillographe
- oscillographie
