organisateur [ɔʀganizatœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. organisateur:
- organisateur d'une manifestation, d'un voyage
- Veranstalter αρσ
- organisateur d'une manifestation, d'un voyage
-
2. organisateur Η/Υ:
II. organisateur [ɔʀganizatœʀ]
organisateur (-trice) [ɔʀganizatœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
- organisateur (-trice)
-
- facultés organisatrices
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- facultés organisatrices