onéreux (-euse) [ɔneʀø, -øz] ΕΠΊΘ
1. onéreux:
-  onéreux (-euse)
 -  
 
-  onéreux (-euse) loyer, marchandise
 -  
 
-  onéreux (-euse) production, réforme
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.