I. névrosé(e) [nevʀoze] ΕΠΊΘ
- névrosé(e)
-
II. névrosé(e) [nevʀoze] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- névrosé(e)
-
névrose [nevʀoz] ΟΥΣ θηλ ΨΥΧ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.