municipal(e) <-aux> [mynisipal, o] ΕΠΊΘ
1. municipal (communal):
- municipal(e)
-
- conseil municipal
-
- parlement municipal σπάνιο
-
- conseiller municipal/conseillère municipale
-
- conseiller municipal/conseillère municipale
-
- homme politique municipal/femme politique municipale
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.