monteur (-euse) [mɔ͂tœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. monteur ΤΕΧΝΟΛ:
- monteur (-euse)
- Monteur(in) αρσ (θηλ)
- monteur électricien
-
- monteur-ajusteur
- Monteur
- monteur-mécanicien
-
2. monteur:
- monteur (-euse) ΚΙΝΗΜ
-
- monteur (-euse) ΚΙΝΗΜ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.