II. huitrier(-ière)NO [ɥitʀije, -jɛʀ], huîtrier(-ière)OT ΟΥΣ αρσ, θηλ
huitrièreNO [ɥitʀijɛʀ], huîtrièreOT ΟΥΣ θηλ ΑΛΙΕΊΑ
-
- Austernbank θηλ
-
- Austernpark αρσ
I. meurtrier (-ière) [mœʀtʀije, -ijɛʀ] ΕΠΊΘ
II. meurtrier (-ière) [mœʀtʀije, -ijɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
destrier [dɛstʀije] ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
-
- Schlachtross ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- levure
- lexical
- lexicographie
- lexicologie
- lexique
- lhuîtrier
- liaison
- liane
- liant
- liard
- lias