I. hôtelier (-ière) [otəlje, ɔtəlje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
II. hôtelier (-ière) [otəlje, ɔtəlje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- hôtelier (-ière)
-
coutelier (-ière) [kutəlje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ (fabricant)
- coutelier (-ière)
- Messerschmied αρσ
dentelier(-ière)NO [dɑ͂təlje, -jɛʀ], dentellier(-ière)OT ΟΥΣ αρσ, θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- levure
- lexical
- lexicographie
- lexicologie
- lexique
- lhôtelier
- liaison
- liane
- liant
- liard
- lias