I. écliptique [ekliptik] ΕΠΊΘ
écliptique απαρχ:
II. écliptique [ekliptik] ΟΥΣ αρσ ΑΣΤΡΟΝ
-
- Sonnenbahn θηλ
-
- Ekliptik θηλ
elliptique [eliptik] ΕΠΊΘ
1. elliptique:
ιδιωτισμοί:
eupeptique [øpɛptik] ΕΠΊΘ
- eupeptique médicament
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- léchage
- lèche
- lèche-botte
- lèche-bottes
- lèche-cul
- lécliptique
- leçon
- lecteur
- lectionnaire
- lectorat
- lectrice