I. irréductible [iʀedyktibl] ΕΠΊΘ
1. irréductible:
- irréductible ennemi, personne
-
- irréductible obstacle
-
- irréductible opposition
-
- irréductible volonté
-
2. irréductible ΜΑΘ:
II. irréductible [iʀedyktibl] ΟΥΣ αρσ θηλ
- irréductible
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.