I. indiscret (-ète) [ɛ͂diskʀɛ, ɛt] ΕΠΊΘ
2. indiscret (bavard):
II. indiscret (-ète) [ɛ͂diskʀɛ, ɛt] ΟΥΣ αρσ, θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.