fourgon [fuʀgɔ͂] ΟΥΣ αρσ
2. fourgon (voiture):
- fourgon
- Kastenwagen αρσ
- fourgon ΣΤΡΑΤ
- Proviantwagen αρσ
-
- Einsatzfahrzeug ουδ
- fourgon blindé
- Panzerwagen αρσ
-
- Leichenwagen αρσ
fourgon-pompe <fourgons-pompes> [fuʀgɔ͂pɔ͂p] ΟΥΣ αρσ
- fourgon-pompe
- Löschfahrzeug ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.