folklorique [fɔlklɔʀik] ΕΠΊΘ
1. folklorique:
- folklorique chant
-
- folklorique chant
-
- folklorique danse, groupe
-
- folklorique veste, costume
-
- costume folklorique
- Trachtenanzug αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- costume folklorique
- Trachtenanzug αρσ